- οισοφάγος
- (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι.
Οι πιο σημαντικές παθήσεις του ο. είναι ο μεγαοισοφάγος, οι στενώσεις και οι νεοπλασίες. Στην πρώτη πάθηση, λόγω διαταραχής του μηχανισμού ανοίγματος του καρδιακού στομίου, οι τροφές λιμνάζουν στον ο. και προοδευτικά προκαλούν τη διάτασή του. Οι στενώσεις οφείλονται συχνότερα σε ουλές του ο. ύστερα από εγκαύματα που προκαλούνται με την κατάποση καυστικών ουσιών ή κατόπιν φλεγμονών (οισοφαγίτιδες)· συνέπεια αυτών είναι να διαταραχθεί η θρέψη, με αποτέλεσμα βαριές καταστάσεις ατροφίας του οργανισμού. Οι νεοπλασίες του ο. εκδηλώνονται συνήθως με σιαλόρροια, αναγωγή (παλινδρόμηση τροφής στο στόμα) και δυσκολία στην κατάποση.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των παθήσεων ανήκει σχεδόν αποκλειστικά σε ειδικευμένους χειρουργούς. Για τη διερεύνηση των παθήσεων του ο. ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει τον ακτινολογικό έλεγχο και την οισοφαγοσκοπία, μέθοδο απευθείας εξέτασης του ο. με μια κατάλληλη σωληνοειδή οπτική συσκευή, το οισοφαγοσκόπιο.
Μικροφωτογραφία εγκάρσιας τομής οισοφάγου. Οι πτυχές του βλεννογόνου (με μπλε) απλώνονται όταν ο σωλήνας διαστέλλεται από τη διάβαση των τροφών. Στη μυική στοιβάδα παρατηρούνται κυκλοτερείς και επιμήκεις μυικές ζώνες.
* * *ο (Α οισοφάγος)σχετικά ευθύ σωληνοειδές όργανο, διά μέσου τού οποίου η τροφή περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. < θ. οισ- τού οἴσω, μέλλ. τού φέρω + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ, >πολυ-φάγος. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει κανείς (πρβλ. και ακκαδικό šērittu «αυτός που οδηγεί προς τα κάτω»). Η άποψη, τέλος, ότι το α' συνθετικό τής λ. είναι το οἶσος δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.